- Συρικά
- Συρικόςfrom Syrianeut nom/voc/acc plΣυρικά̱ , Συρικόςfrom Syriafem nom/voc/acc dualΣυρικά̱ , Συρικόςfrom Syriafem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Συρικάς — Συρικά̱ς , Συρικός from Syria fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρικιάζω — και σιρικιάζω Ν [συρίκι] προσβάλλομαι από σύρικα … Dictionary of Greek
συρικώνω — Ν [σύρικας] 1. συρικιάζω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) συρικωμένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από σύρικα … Dictionary of Greek